ενδομυϊκός

ενδομυϊκός
-ή, -ό
επίρρ. που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στους μύες του σώματος: Ενδομυϊκή ένεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενδομυϊκός — ή, ό αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται στους μυς τού σώματος («ενδομυϊκές ενέσεις») …   Dictionary of Greek

  • λεμφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέμφο (α. «λεμφικό σύστημα» β. «λεμφικός σάκος» μεγάλος υποδόριος ή ενδομυϊκός χώρος τών άνουρων αμφιβίων, που δημιουργείται από την επιφανειακή ανάπτυξη τού λεμφικού συστήματος και συμβάλλει στη διατήρηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”